Στο τραπέζι η καύση απορριμμάτων

Γράφτηκε από  Κατηγορία ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Τρίτη, 15 Φεβρουαρίου 2022 12:05

Στην επόμενη κυβέρνηση παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, το υπουργείο Περιβάλλοντος την υπόθεση της κατασκευής εργοστασίων καύσης (ενεργειακής αξιοποίησης, όπως ονομάζονται) απορριμμάτων. Χθες το υπουργείο προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την ανάθεση μελέτης σκοπιμότητας, η οποία θα αφορά την εκτίμηση των διαθέσιμων απορριμμάτων, τη δυνατότητα η ζήτηση να απορροφηθεί από την τσιμεντοβιομηχανία ή άλλες υφιστάμενες βιομηχανίες και τον αριθμό, τη δυναμικότητα και τη γεωγραφική κατανομή τυχόν νέων μονάδων.

Οπως επισημαίνεται στην προκήρυξη της μελέτης, οι «πολύ φιλόδοξοι» ευρωπαϊκοί στόχοι για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση του 65% και η μείωση της ταφής κάτω του 10% έως το 2035 (το οποίο η χώρα μας «μείωσε» χωρίς διάθεση ρεαλισμού στο 2030), είχαν ως αποτέλεσμα αυτό να είναι εφικτό μόνο με τη βοήθεια της ενεργειακής αξιοποίησης των σύμμεικτων απορριμμάτων. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: «τόσο με τη μορφή αξιοποίησης απορριμματογενούς καυσίμου (SRF, RDF) σε ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως οι τσιμεντοβιομηχανίες (σ.σ. γίνεται ήδη εδώ και αρκετά χρόνια, ενώ από την προηγούμενη κυβέρνηση είχε συναφθεί και μνημόνιο συνεργασίας) όσο και με τη θερμική επεξεργασία των υπολειμμάτων των σύμμεικτων αστικών αποβλήτων ή και των δευτερογενών καυσίμων σε μονάδες θερμικής επεξεργασίας».

Πόροι από το ΕΣΠΑ

Ο προϋπολογισμός της μελέτης ανέρχεται σε 434.000 ευρώ και οι προσφορές πρέπει να κατατεθούν τον Μάρτιο.

Ο μελετητής καλείται «να διερευνήσει, τεκμηριώσει και υποδείξει το πιο πρόσφορο σχήμα ενεργειακής αξιοποίησης», να καταλήξει σε βασικές επιλογές και «να καθορίσει τα βασικά χαρακτηριστικά τους (τεχνολογικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά)». Ο προϋπολογισμός της μελέτης είναι ιδιαίτερα υψηλός (434.000 ευρώ) και η χρηματοδότησή της θα προέλθει από το ΕΣΠΑ. Οι προσφορές πρέπει να κατατεθούν τον Μάρτιο και ο χρόνος εκπόνησης είναι 9 μήνες, επομένως ο στόχος είναι η απαραίτητη τεκμηρίωση να βρίσκεται στα χέρια του υπουργείου στο τέλος του 2022.

Η δημιουργία 3-4 μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης σύμμεικτων σκουπιδιών θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά στον εθνικό σχεδιασμό διαχείρισης απορριμμάτων του 2020 (χωρίς να προηγηθεί βεβαίως μελέτη σκοπιμότητας). Επρόκειτο για μια σαφή στροφή, καθώς στον προηγούμενο εθνικό σχεδιασμό του 2015 προκρινόταν μόνο η ανάκτηση βιοαερίου και άλλες παρόμοιες τεχνολογίες, ενώ η «θερμική ανάκτηση» είχε χαρακτηριστεί «διεργασία υψηλής περιβαλλοντικής όχλησης». Η παρούσα κυβέρνηση ωστόσο υποστήριξε εξαρχής τη δημιουργία τέτοιων μονάδων, πάντα για το υπόλειμμα της διαλογής των απορριμμάτων, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι με άλλο τρόπο εφικτός ο στόχος της μείωσης της ταφής κάτω από το 10%. Η αλλαγή στον εθνικό σχεδιασμό τεκμηριώθηκε και στη βάση ενός κατευθυντήριου κειμένου που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2017 (The role of waste-to-energy in circular economy), σύμφωνα με το οποίο η παραγωγή ενέργειας ή και θερμότητας από υπόλειμμα απορριμμάτων δεν είναι αντίθετη στις κοινοτικές αρχές για τη διαχείριση των απορριμμάτων και είναι επιλέξιμη προς χρηματοδότηση.

Σε κάθε περίπτωση, το υπουργείο Περιβάλλοντος καθυστέρησε (όχι τυχαία) στην υλοποίηση της δέσμευσης αυτής. Χρειάστηκε να περάσει ένα έτος από τον εθνικό σχεδιασμό για να περάσει η αρμοδιότητα για τη χωροθέτηση των μονάδων αυτών στο υπουργείο Περιβάλλοντος (Ν. 4891/21), προς ανακούφιση και των δύο βαθμών της αυτοδιοίκησης, που δεν ήθελαν την «καυτή πατάτα». Πέρασε ακόμα ένα έτος μέχρι την προκήρυξη της μελέτης σκοπιμότητας, η οποία «μετέθεσε» τη λήψη απόφασης κατά ένα έτος ακόμα τουλάχιστον. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και οι Jaspers (τεχνική βοήθεια) έχουν ασκήσει σημαντική πίεση όλο αυτό το διάστημα προκειμένου να ανοιχτεί η ελληνική αγορά και σε ξένες εταιρείες.

sto-trapezi-i-kaysi-aporrimmaton0

Τα επιχειρήματα υπέρ και οι αντιπαραθέσεις

Η καύση απορριμμάτων (είτε απευθείας είτε με τη μορφή απορριμματογενούς καυσίμου) εξακολουθεί να είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα στην ελληνική κοινωνία, με κύριο επιχείρημα τις περιβαλλοντικές της επιπτώσεις. Τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί ένας νέος παράγοντας, το κατά πόσον η επιλογή αυτή αποτελεί εμπόδιο στην ανακύκλωση και γενικά στην κυκλική οικονομία – η συζήτηση έχει ανοίξει ακόμα και στις βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπου τα εργοστάσια καύσης είναι βασική επιλογή εδώ και δεκαετίες.Στη χώρα μας η αποτέφρωση απορριμμάτων (όχι όμως για παραγωγή ενέργειας) επιτρέπεται μόνο για τα νοσοκομειακά απόβλητα. Την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, έχει προωθηθεί μια άλλη επιλογή: η παραγωγή απορριμματογενών καυσίμων (SRF, RDF) από μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων, αρχικά της Αττικής (συμπεριλαμβανομένης και της μονάδας ξήρανσης της λυματολάσπης στην Ψυττάλεια) και αργότερα άλλων περιοχών. Το μοντέλο όμως έχει ένα παράδοξο: ότι οι τσιμεντοβιομηχανίες στις οποίες το καύσιμο αυτό μεταφέρεται, πληρώνονται αντί να πληρώνουν για τη χρήση του ως καύσιμο. Να σημειωθεί ότι σχεδόν όλες οι νέες μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων που προωθούνται αυτή την περίοδο στη χώρα μας προβλέπουν την παραγωγή SRF ή RDF.Τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της ενεργειακής αξιοποίησης σκουπιδιών είναι πολλά. Στα υπέρ είναι η δραστική μείωση της ταφής απορριμμάτων (η οποία έχει πολλά θετικά συνεπακόλουθα) και η παράλληλη παραγωγή ενέργειας ή και θερμότητας (το τελευταίο αποτέλεσε μια από τις βασικές αιτίες της μεγάλης ανάπτυξης των εργοστασίων αυτών στις σκανδιναβικές χώρες). Στα κατά, είναι το μεγάλο κόστος επένδυσης και λειτουργίας των εγκαταστάσεων αυτών, που «δεσμεύει» τον δήμο ή την κρατική αρχή σε ακριβά, μακροχρόνια συμβόλαια με εγγυημένες ποσότητες απορριμμάτων. Επίσης, παρότι οι τεχνολογίες έχουν βελτιωθεί δραστικά τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τη διαδικασία της καύσης ορισμένων τύπων απορριμμάτων εξακολουθούν να δημιουργούνται ρύποι – και ο έλεγχος των μονάδων αυτών απαιτεί την ύπαρξη συγκροτημένων και ισχυρών δημόσιων ελεγκτικών μηχανισμών, κάτι στο οποίο η Ελλάδα υπολείπεται δραματικά.

Ενα σημείο έντονων αντιπαραθέσεων είναι και το κατά πόσον οι μονάδες αυτές «υποσκάπτουν» την ανακύκλωση. Η αλήθεια είναι ότι η «υπόσχεση» δημιουργίας των μονάδων αυτών μέσω του εθνικού σχεδιασμού έχει ήδη δυσάρεστες παρενέργειες, καθώς οι υπό αναθεώρηση περιφερειακοί σχεδιασμοί παραπέμπουν τη διαχείριση του υπολείμματος στα εργοστάσια αυτά, χωρίς να λαμβάνεται καμία άλλη πρόνοια (κλασικό παράδειγμα ο σχεδιασμός της Αττικής, που προβλέπει εξαιτίας αυτού το κλείσιμο του ΧΥΤΑ Φυλής και δεν ασχολείται με την εύρεση εναλλακτικής). Το υπουργείο Περιβάλλοντος  υποστηρίζει ότι οι μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης δεν υποσκάπτουν την ορθή διαχείριση των απορριμμάτων, αφού εξ ορισμού θα αφορούν μόνο το υπόλειμμα, καθώς οι στόχοι ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης θα παραμένουν σε ισχύ.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η καύση είναι παραδοχή αποτυχίας

Του Αχιλλέα Πληθαρά*

Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις εδώ και χρόνια απευθύνουν προειδοποίηση προς την ελληνική πολιτεία να προβεί σε ριζικές αλλαγές στη διαχείριση των απορριμμάτων, κάνοντας πράξη τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και δημιουργώντας ένα βιώσιμο σύστημα διαχείρισης σε περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Δυστυχώς, παρά τις προειδοποιήσεις, τα πράγματα συνεχίζουν να εξελίσσονται προς τη λάθος κατεύθυνση. Το νέο εθνικό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων, που εκδόθηκε σχεδόν εν κρυπτώ τον Αύγουστο του 2020 εν μέσω θερινών διακοπών, θα μπορούσε να είναι ένα φιλόδοξο πλαίσιο για τις πολυπόθητες αλλαγές, μα τελικά αποτελεί ένα κενό μανιφέστο υπέρ της καύσης απορριμμάτων. Με μια δόση ειρωνείας, το σχήμα που προβλέπει το εθνικό σχέδιο είναι απλό: γεμίζουμε τη χώρα με αναποτελεσματικές μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων, οι οποίες εκ των πραγμάτων συνεισφέρουν ελάχιστα στην ανακύκλωση και παράγουν μεγάλο υπόλειμμα. Αυτό το υπόλειμμα δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε, επομένως πρέπει να το κάψουμε. Βάσει του εθνικού σχεδίου, έως το 2030, σχεδόν το 30% των σκουπιδιών θα οδηγείται σε αποτεφρωτήρες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Ομως, η καύση των σκουπιδιών δεν είναι κομμάτι της κυκλικής οικονομίας. Για αυτό εξάλλου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε σαφές πως δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει τέτοιες επενδύσεις (βλ. EU taxonomy) και κάλεσε εύσχημα τα κράτη-μέλη με μικρή εμπειρία στην αποτέφρωση αποβλήτων να δώσουν προτεραιότητα στην περαιτέρω ανάπτυξη συστημάτων χωριστής συλλογής και σε υποδομές ανακύκλωσης και να αξιολογήσουν προσεκτικά τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο που θα έχει η λειτουργία μονάδων καύσης στην ανακύκλωση. Οι μονάδες καύσης κοστίζουν πανάκριβα και αν ποτέ γίνουν θα παγιδεύσουν το σύστημα διαχείρισης αποβλήτων έως τουλάχιστον το 2050, ακυρώνοντας τις όποιες πιθανότητες να πετύχουμε κυκλικές λύσεις για τα απόβλητα που παράγονται. Οι μονάδες αυτές θα κατασκευαστούν αποκλειστικά με εθνικούς και ιδιωτικούς πόρους και για να καταστούν οικονομικά βιώσιμες θα πρέπει να συνοδεύονται από εξοντωτικά συμβόλαια και ρήτρες για τα επόμενα 20-30 έτη.Η θέσπιση της καύσης σχεδόν ως βασικής μεθόδου διαχείρισης αποβλήτων είναι παραδοχή αποτυχίας και υπόμνηση της διαχρονικής αδυναμίας κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης να προσφέρουν καλές υπηρεσίες στους πολίτες της χώρας για τη διαχείριση των απορριμμάτων. Η χωριστή διαλογή, η επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση, η εφαρμογή του «ο ρυπαίνων πληρώνει», η επίτευξη των στόχων ανακύκλωσης, η μείωση των πλαστικών μιας χρήσης, ο οικολογικός σχεδιασμός προϊόντων συσκευασίας, η δημιουργία κυκλικών μοντέλων δεν πρέπει να αγνοηθούν. 

* Ο κ. Αχιλλέας Πληθαράς είναι υπεύθυνος προγραμμάτων μείωσης αποτυπώματος, WWF Ελλάς

sto-trapezi-i-kaysi-aporrimmaton2

Τρία ερωτήματα

Του Αντώνη Μαυρόπουλου*

Η συζήτηση για την αποτέφρωση απορριμμάτων στην Ελλάδα έχει γίνει πολλές φορές, σε διαφορετικό πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο, χωρίς ποτέ να αφήσει κάποιο σοβαρό αποτύπωμα σε όσους την παρακολούθησαν. 

Ο λόγος είναι ότι η σχετική συζήτηση, πρώτον, αναφερόταν σε ένα απολύτως θεωρητικό ενδεχόμενο που ποτέ δεν μπήκε σοβαρά στο τραπέζι και, δεύτερον, η συζήτηση μεταξύ πλασιέ της καύσης και φανατικών αρνητών της κατέληγε σε ανταλλαγή πασίγνωστων μεν, άγονων δε επιχειρημάτων.
Πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα η σχετική συζήτηση να διεξαχθεί με σοβαρό και συστηματικό τρόπο. Σε πρώτο πλάνο, αυτό επιβάλλεται από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που θέτει τον αυστηρό και κομβικό στόχο του περιορισμού των προς ταφή αποβλήτων στο μέγιστο του 10% κ.β. έως το 2035 (που κάκιστα η ελληνική κυβέρνηση τον μετέφερε, οικειοθελώς, το 2030). Ο στόχος αυτός χωρίς μονάδες αποτέφρωσης δεν επιτυγχάνεται.

Σε δεύτερο πλάνο, ο στόχος αυτός έρχεται στο προσκήνιο από την ίδια τη στροφή προς την κυκλική οικονομία. Οι αναγκαίοι κλειστοί κύκλοι υλικών για ανακύκλωση και ανάκτηση προϋποθέτουν μεγάλη καθαρότητα υλικών. 

Αυτό σημαίνει συστηματική και μεθοδική απορρύπανση από πολλές χημικές και συχνά επικίνδυνες ουσίες, για τις οποίες πρέπει να επιλεγεί είτε η καύση είτε η ταφή για την αδρανοποίηση του ρυπαντικού τους φορτίου χωρίς κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον.

Το ερώτημα επομένως δεν είναι αν η χώρα χρειάζεται μονάδες καύσης. Τα πραγματικά ερωτήματα είναι τρία:

Πρώτον, οι μονάδες αποτέφρωσης θα αφορούν μόνο τη διάθεση των μη ανακυκλώσιμων υλικών σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ανακύκλωσης, όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ή στην πράξη θα χρησιμοποιηθούν σε βάρος της ανάπτυξης ενός τέτοιου συστήματος;

Δεύτερον, με ποιο θεσμικό – κανονιστικό πλαίσιο και με τι ελεγκτικούς μηχανισμούς θα γίνουν. 

Γιατί η αποτέφρωση αποβλήτων είναι μια σοβαρή βιομηχανική δραστηριότητα και, όπως όλες οι βιομηχανικές δραστηριότητες, απαιτεί εξίσου σοβαρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς προστασίας της δημόσιας υγείας – κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καθόλου εύκολο σε μια χώρα που καταργεί τους επιθεωρητές περιβάλλοντος.

Τρίτον, και τελευταίο: τι αύξηση του κόστους θα επιφέρει η καύση των απορριμμάτων στους δημότες και με ποιο τρόπο θα χρηματοδοτηθούν οι σχετικές επενδύσεις από τη στιγμή που τέτοιες μονάδες δεν χρηματοδοτούνται πλέον στη νέα προγραμματική περίοδο;
 
* Ο κ. Αντώνης Μαυρόπουλος είναι επιστημονικός σύμβουλος UNEP IETC.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/society/561711304/sto-trapezi-i-kaysi-aporrimmaton/

Διαβάστηκε 600 φορές